- ευμετάτρεπτος
- εὐμετάτρεπτος, -ον (Α)1. αυτός που πρέπει να ανακληθεί, ο ανακλητέος, ο ακυρωτέος2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐμετάτρεπτονη εύκολη μετατροπή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-τρέπω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐμετάτρεπτος — revocable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμετάτρεπτον — εὐμετάτρεπτος revocable masc/fem acc sg εὐμετάτρεπτος revocable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμετάτρεπτα — εὐμετάτρεπτος revocable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμετάτρεπτοι — εὐμετάτρεπτος revocable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)